- κατέπνιξε
- κατέπνῑξε , κατά-πνίγωchokeaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
καταπνίγω — (AM καταπνίγω) πνίγω κάποιον εντελώς, τόν αποπνίγω νεοελλ. 1. μτφ. καταστέλλω κάτι προτού εκδηλωθεί ή και μετά την εκδήλωσή του για να μην κατισχύσει (α. «καταπνίγω τον θυμό μου» β. «κατέπνιξε την επανάσταση» 2. μέσ. καταπνίγομαι είμαι αδύνατος,… … Dictionary of Greek
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek
χαρτισμός — Πολιτικοκοινωνικό κίνημα, που εμφανίστηκε το 1838 στη Μεγάλη Βρετανία ως έκφραση της λαϊκής δυσφορίας για τη μεταρρύθμιση του 1832 και του οποίου η ονομασία προέρχεται από τον Χάρτη του λαού που είχαν συντάξει ο Φράνσις Πλέις και ο Ουίλιαμ Λόβετ… … Dictionary of Greek
Αέτιος Φλάβιος — (Aetius Flavius, Δορύστολο, Κάτω Μοισία περ. 390 – Ραβένα 453 μ.Χ.).Στρατηγός του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους. Μετά τον θάνατο του Ονωρίου (423) έγινε αρχηγός των πολεμικών δυνάμεων και έλαβε μέρος σε νικηφόρες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Αλ Μαμούν — (AlMamun, 786 – 833 μ.Χ.). Χαλίφης της Βαγδάτης από τη δυναστεία των Αββασιδών, γιος του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ. Μπόρεσε να σταθεροποιηθεί στον θρόνο του αφού κατέπνιξε με τη βία τις διάφορες εξεγέρσεις και τους εμφύλιους πολέμους που… … Dictionary of Greek
Αμπού Μπακρ — (573 – Μεδίνα 634).Πρώτος Άραβας χαλίφης. Αρχικά έμπορος, έγινε οπαδός του Μωάμεθ, τον οποίο ακολούθησε κατά τη φυγή στη Μεδίνα και έγινε πεθερός του ύστερα από τον γάμο της κόρης του Αϊσά με τον Μωάμεθ. Μετά τον θάνατο του Προφήτη εξελέγη σχεδόν … Dictionary of Greek